λάγκεμα

λάγκεμα
το томность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "λάγκεμα" в других словарях:

  • λάγκεμα — το βλ. λάγγεμα …   Dictionary of Greek

  • λάγγεμα — και λάγκεμα, το (Μ λάγγεμα) [λαγγεύω] 1. αποχαύνωση, λιγωμα ιδίως από ερωτικό πόθο 2. νάζι, σκέρτσο 3. (ιδιωμ. στη Μάνη κ.α.) ο πόνος και η άναρθρη φωνή που εκβάλλει αυτός που πονάει μσν. άλμα, πήδημα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»